- αίρω
- Μυθολογικό πρόσωπο. Κόρη του Οινωπίωνα, βασιλιά της Χίου και πρώτου οικιστή του νησιού, σύζυγος του Ωρίωνα και μητέρα του Χίου, που έδωσε το όνομά του στο νησί Οφιούσα.
* * *(Α αἴρω και ποιητ. ἀείρω)1. σηκώνω, υψώνω2. σηκώνω κάτι και τό κρατώ υψωμένο, βαστάζω3. τερματίζω, βάζω τέλος σε κάτι4. ακυρώνω, ανακαλώ, καταργώνεοελλ.(επίρρ. φρ.) «άρον-άρον», βιαστικά, επειγόντως, διά τής βίαςμσν.φρ. «αἴρω λόγους», συνομιλώ, συζητώαρχ.Ι. ενεργ.1. κάνω κάτι (π. χ. το τείχος) υψηλό, ανυψώνω2. παίρνω, αντλώ, συλλέγω3. φέρω, φορώ4. (για πολεμικές επιχειρήσεις) είμαι έτοιμος για αναχώρηση, ξεκινώ, ξεσηκώνομαι5. εντείνω, αυξάνω6. επαινώ, εκθειάζω, μεγαλύνω||. (ενεργ. και μέσ.)1. σηκώνω και μεταφέρω κάτι, τό παίρνω μαζί μου2. σηκώνω κάτι επάνω μου σαν βάρος, υποφέρω, υπομένω3. μετακινώ, απομακρύνω4. φονεύω, εξαφανίζω κάποιον, τόν βγάζω από τη μέσηΙΙΙ. μέσ.1. παίρνω κάτι για τον εαυτό μου ή ως κτήμα μου, αποκτώ, αποκομίζω, κερδίζω2. προκαλώ, επισύρω3. επιχειρώ, επιλαμβάνομαι, αρχίζω κάτιΙV. παθ.1. κρέμομαι2. ανεβαίνω υψηλά, σκαρφαλώνω3. βρίσκομαι υψηλά4. συλλαμβάνομαι, πιάνομαι, απάγομαι5. αυξάνομαι, υψώνομαι, μεγαλύνομαι6. (ως ιατρ. όρ.) εξογκώνομαι, πρήζομαιV. φρ. «αἴρω βῆμα» (και «αἴρω σκέλη» για ζώα) βαδίζω, περπατώ«αἴρω θάρσος», αντλώ θάρρος, παίρνω κουράγιο«αἴρω θεούς», τούς ανεβάζω στη σκηνή τού θεάτρου με μηχανή«αἴρω θυμόν», εξάπτομαι, εξοργίζομαι«αἴρω ή -ομαι ἱστία», αποπλέω, σηκώνω πανιά«αἴρω λόγῳ», υπερβάλλω, εξογκώνω με τα λόγια«αἴρω μηχανήν» παρουσιάζω απροσδόκητη σκηνή στο θέατρο«αἴρομαι ὄγκον», υπερηφανεύομαι, «φουσκώνω» από περηφάνια«αἴρω σημεῑον», κάνω σήμα«αἴρω τραπέζας», δίνω τέλος στο δείπνο, σηκώνω το τραπέζι«αἴρομαι φυγήν», τρέπομαι σε φυγή, τό βάζω στα πόδια.[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. ἀείρω (Ι)με το ρήμα αἴρω (ἀείρω*) συνδέονται επίσης οι λ. ἄρδην, ἄρσις.ΣΥΝΘ. αρχ. ἀερσίλοφος, ἀερσίμαχος, ἀερσίνοος, ἀερσίφρων, ἀναίρω* ἀνταίρω, ἀπαίρω, διαίρω, εἰσαίρω, ἐξαίρω, ἐπαίρω, καταίρω, μεταίρω, περιαίρω, προαίρω, προσαίρω, συναίρω, ὑπεραίρω)].
Dictionary of Greek. 2013.